ετερογυνία

ετερογυνία
η [ετερόγυνος]
χαρακτήρας ζωικών ειδών τα οποία στο θηλυκό φύλο παρουσιάζουν πολλές μορφές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ετερόγυνος — ο 1. αυτός που παρουσιάζει ετερογυνία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ετερόγυνος λεπιδόπτερο έντομο με διαφανή φτερά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterogynous < hetero (πρβλ. ετερο *) gynous (πρβλ. γυνος < γυνή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”